Ιστορική αναδρομή στην φροντίδα του τραύματος

Σύμφωνα με τα πρώτα γραπτά στοιχεία για το ενδιαφέρον του ανθρώπου για την πληγή, εντοπίστηκαν επιγραφές όπου φαίνεται ότι οι Σουμέριοι ήταν ο πρώτος λαός που ασχολήθηκαν με τη θεραπεία τραύματος 2000 π.Χ. Αργότερα, αιγυπτιακοί πάπυροι αποκάλυψαν μία βασική συνταγή για μία κρέμα πληγών αποτελούμενη από χνούδι, λάδι και μέλι. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι εξαιτίας της ταρίχευσης των νεκρών (μουμιοποίηση) ανέπτυξαν ιδιαίτερες γνώσεις σε Ανατομία, Χειρουργική, Παθολογία, Κλινική Εξέταση και Ορθοπεδική και βάλανε τις βάσεις για την επούλωση του τραύματος. Πέραν από τη χρησιμοποίηση λαδιού και μελιού για τον καθαρισμό των τραυμάτων, αντιμετώπιζαν τα τραύματα και με χειρουργική συρραφή. Μάλιστα, ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν σε τραύμα με μεγάλο ιστικό έλλειμμα, τοποθέτηση κομματιού κρέατος και σφιχτή περίδεση με δύο τεμάχια υφάσματος ώστε τα χείλη του τραύματος να είναι σε άμεση επαφή, κάτι που βοηθάει στην έναρξη της επούλωσης.


Οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που κατηγοριοποίησαν τα τραύματα σε «φρέσκα» και «μη θεραπευτικά» και αυτή είναι η πρώτη αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ των οξέων έναντι των χρόνιων τραυμάτων. Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που έθεσε τις επιστημονικές βάσεις της της εξειδικευμένης Ιατρικής, με μία εξ αυτών την Ορθοπαιδική-Τραυματολογία. Με πληθώρα λεπτομερειών δίδασκε στους μαθητές του την περιποίηση τραυμάτων με την χρήση φαρμακευτικών μέσων (βρασμένο ύδωρ ή οίνος), όπως και την ατομική καθαριότητα των ασθενών. Το 120 μ.Χ. ο Γαληνός της Περγάμου παρατήρησε εμπειρικά ότι οι πληγές επουλώνονταν καλύτερα σε ένα συνεχές υγρό περιβάλλον (υγρή μέθοδος επούλωσης). Είχε, μάλιστα δημιουργήσει οδηγίες και μεθόδους (guidelines) βήμα προς βήμα για διακοπή της αιμορραγίας, είτε με ανύψωση του τραυματισμένου άκρου, είτε με συνεχή πίεση της πληγής, αντισηψία, αναγνώριση λοίμωξης και κατάλληλη χορήγηση «επιθεμάτων» στην τραυματισμένη περιοχή. Την ίδια περίοδο και ο Ρωμαϊκός στρατός είχε αναπτύξει τον δικό του κατάλογο οδηγιών για τραύματα βασισμένος στις γνώσεις και τις εμπειρίες του Ιπποκράτη και του Γαληνού.


Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, επίσημα κείμενα αναφέρουν διάφορους τρόπους περιποίησης, όπως κρασί, σμύρνα, λιβάνι, μέλι και επιθέματα. Επιπλέον, άρχισαν να γίνονται και οι πρώτες καταγραφές περιποίησης πληγών, οι οποίες βρήκαν κεντρικό ρόλο τόσο στην καθημερινή πρακτική, όσο και στην έρευνα. Επίσης, υπήρξε η πρώτη επιστημονική διαφωνία, όπου οι περισσότεροι χειρουργοί της εποχής συμφωνούσαν με την άποψη του Γαληνού, ότι το πύον ήταν προτιμότερο να απομακρύνεται από την περιοχή του τραύματος, ενώ άλλοι ήταν αντίθετοι αυτής της άποψης. Στην πρώιμη σύγχρονη εποχή (1453-1850) η εξέλιξη της τραυματολογίας ήταν αλματώδης και για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος «wound shock». Τι ακριβώς προκαλούσε το σοκ από τραύμα και ποια ήταν η θεραπεία του, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης για τα επόμενα 300 χρόνια. Οι πόλεμοι που εξελίχθηκαν αυτή την περίοδο έδωσαν την ευκαιρία στους επιστήμονες να παρατηρήσουν πληθώρα τραυμάτων και ιδρύθηκαν για πρώτη φορά στρατιωτικές εγκαταστάσεις για να εξετάζονται οι τραυματίες ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν η αναισθησιολογία και η χειρουργική.


Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος έγινε η πρώτη διαδεδομένη συμπλοκή για την ανάπτυξη της θεωρίας των μικροβίων. Παρά τις νέες τεχνικές αντισηψίας και θεραπείας τραυμάτων, τα ποσοστά θνησιμότητας παρέμεναν σε υψηλά επίπεδα. Η μετεγχειρητική λοίμωξη που οδηγούσε σε γάγγραινα και θάνατο, παρέμενε, οπότε και αναπτύσσεται η τεχνική του χειρουργικού καθαρισμού. Οι χειρουργοί αφαιρούσαν τους μη υγιείς μαλακούς ιστούς από μια τραυματισμένη περιοχή, ενώ παράλληλα καλύπτανε το τραύμα με ξηρή, αποστειρωμένης γάζα που είχε εξαιρετικές απορροφητικές ιδιότητες, αλλά οδηγούσε στην ξήρανση των πληγών (ξηρή μέθοδος επούλωσης). Επιπλέον, σαν θεραπευτική αγωγή δίνανε στους ασθενείς ισοτονικά, κρυσταλλοειδή και κολλοειδή διαλύματα καθώς και υποδόριες ενέσεις. Ακόμα, παρατηρήθηκε για πρώτη φορά ότι η μη αντιμετωπίσιμη λοίμωξη μαλακών μορίων οδηγούσε σε κυτταρικό θάνατο, συντελώντας έτσι στην πρόκληση σηπτικού σοκ και νεκρωτικής πνευμονίας. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η εποχή της αντισηψίας και ασηψίας έφτασε στο τέλος της, δίνοντας την θέση της σε μία νέα περίοδο, αυτή των αντιβιοτικών. Το 1928 ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ ανακάλυψε την πενικιλίνη. Το 1934 χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των πληγών το φάρμακο Prontosil (κατηγορία σουλφοναμίδες), το οποίο αποδεικνύεται αποτελεσματικό έναντι του σταφυλόκοκκου και του στρεπτόκοκκου, μικρόβια υπεύθυνα για λοιμώξεις τραυμάτων. Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο συνδυασμός πενικιλίνης και σουλφοναμίδων ήταν τρόπος αποτροπής λοιμώξεων σε τραύματα και εγκαύματα. Το 1944 ο Allen Whipple δημοσίευσε κείμενα, στα οποία ανέφερε ότι χειρουργικός καθαρισμός και χορήγηση πενικιλίνης συστηματικά, οδηγούσε σε μείωση του πόνου, εξάλειψη της λοίμωξης και πλήρης λειτουργική αποκατάσταση της τραυματισμένης περιοχής. Προειδοποίησε, μάλιστα, την επιστημονική κοινότητα ότι χειρουργικός καθαρισμός και αντιβίωση δρουν συνεργετικά στην θεραπεία, οπότε και είναι προτιμότερο να γίνονται μαζί, τοποθέτηση η οποία ισχύει μέχρι και σήμερα.


Από το 1944 και μετά, η κατανόηση της φυσιολογίας των τραυμάτων διαμορφώθηκε σε βαθμό, όπως τη γνωρίζουμε και σήμερα. Ένα τραύμα ορίζεται σαν «λύση της συνέχειας του δέρματος», όμως οι ιστοί πλέον αντιμετωπίζονται ως ατομικά κύτταρα, τα οποία έχουν το καθένα το δικό του ρόλο. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην αρχιτεκτονική των αγγείων, στη μικροκυκλοφορία και στην παροχή οξυγόνου και θρεπτικών στοιχείων δια μέσου της αιματικής ροής στην πληγή. Νέες τεχνικές, επιπλέον παρουσιάσθηκαν σε αγγειακές προσπελάσεις-αναστομώσεις και σε δερματικά μοσχεύματα. Περί το 1960 οι Gilje και Winter θα αποδείξουν επιστημονικά το θεραπευτικό όφελος ενός υγρού περιβάλλοντος (οι πληγές που αντιμετωπίζονται σε υγρό περιβάλλον έχουν μέχρι και 40% μικρότερη περίοδο επούλωσης σε σχέση με τα ξηρά επιθέματα), πυροδοτώντας με αυτόν τον τρόπο την εξέλιξη στους τύπους των υλικών για τα επιθέματα τραυμάτων. Από τον 19ο αιώνα και μετά, η ανακάλυψη αντισηπτικών μείωσε τα ποσοστά θνησιμότητας που προκαλούνταν από χειρουργικές επεμβάσεις ή τραύματα. Ο Winter, σε μελέτη χοίρων, περιέγραψε αύξηση σχεδόν 50% στο ποσοστό επιθηλιοποίησης για πληγές μερικού πάχους που καλύπτονται με ταινία πολυαιθυλενίου σε σύγκριση με τραύματα που αφήνονται εκτεθειμένα στον αέρα. Αργότερα και άλλες μελέτες βασισμένες στην παραπάνω οδήγησαν στον τρόπο αντιμετώπισης τραυμάτων με κατάλληλα αντισηπτικά, κατάλληλα επιθέματα και η μέθοδος επούλωσης που προτιμάται μέχρι και σήμερα είναι η υγρή, τόσο για οξέα όσο και χρόνια τραύματα.